- απεριουσίαστος
- ἀπεριουσίαστος, -ον (Μ)ο δίχως περιουσία ή χρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπεριουσίαστον — ἀπεριουσίαστος without wealth masc/fem acc sg ἀπεριουσίαστος without wealth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριουσίαστοι — ἀπεριουσίαστος without wealth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)